σίφωνες

σίφωνες
σί̱φωνες , σίφων
tube
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Drymalia — Gemeinde Drymalia (1998–2010) Δήμος Δρυμαλίας (Δρυμαλία) …   Deutsch Wikipedia

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • μικροκυκλώνας — ο (μετεωρ.) κυκλωνική θύελλα ενδιάμεσου μεγέθους, μικρότερη από τους τυπικούς εξωτροπικούς κυκλώνες και μεγαλύτερη από τις μικρής κλίμακας κυκλοφορίες, όπως είναι οι ανεμοστρόβιλοι, οι σίφωνες και οι κονιορτοθύελλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …   Dictionary of Greek

  • μούσωνες — Άνεμοι περιοδικοί, εποχικοί, όμοιοι περίπου με τις απόγειες και θαλάσσιες αύρες, από τις οποίες όμως διαφέρουν ως προς τα χαρακτηριστικά, την περιοδικότητα και την έκταση: πράγματι, αντί να αλλάζουν διεύθυνση μεταξύ ημέρας και νύχτας, όπως… …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • σιφωνοθήκη — η, Ν ναυτ. (σε παλιότερα ξύλινα πολεμικά πλοία) ορθογώνιο περίφραγμα από σανίδες που έμοιαζε με κλουβί και στο οποίο τοποθετούσαν τους σίφωνες για την προφύλαξή τους κατά τη διάρκεια τρικυμίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίφωνας + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • τυφώνας — Όρος με τον οποίο αναφέρεται ο τροπικός κυκλώνας, που σχηματίζεται στον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό και προπάντων στην Κινεζική θάλασσα. Ο όρος προέρχεται από την κινεζική λέξη ταϊφούνγκ. Οι τ. σχηματίζονται συνήθως μεταξύ του φθινοπώρου και της… …   Dictionary of Greek

  • ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • κάρδιο — (Cardium). Γένος ελασματοβραγχίων μαλακίων. Περιλαμβάνει μαλάκια που έχουν σχήμα καρδιάς, με δύο ίσες και εξογκωμένες θυρίδες. Οι θυρίδες αυτές εξωτερικά εμφανίζουν βαθιές αυλακώσεις σαν ακτίνες, που ξεκινούν από τον ελαστικό σύνδεσμο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”